Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Εγώ, ο γιατρός μου, η φαρμακοποιός μου, και εσύ (Σε Ενα Νησί)


Θα πάρω τον γιατρό μου από το χέρι,
το χέρι που μου γράφει τις συνταγές,
το χέρι που παίρνει τα λεφτά μου,
θα του το φιλήσω ευλαβικά
και έπειτα θα το σφίξω
μέχρι να κοκκινίσει η μούρη του
και να μου κανει "ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΕΛΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΟΥ".
Θα του αφήσω το χέρι, Θα γελάσω. Θα γελάσει.
Θα του ρίξω μία φιλική σφαλιάρα στο σβέρκο,
θα τον αρπάξω από τον γιακά και θα τον πετάξω στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου,
και θα του πω να με περιμένει,
κλεδώνοντας το αμάξι και ανοίγοντας ελαφρώς ένα παράθυρο, για να μην πεθάνει από ασφυξία.

Θα πάρω την φαρμακοποιό μου απο πίσω.
Δηλαδή, μόλις τελειώσει την βαρδιά της
θα την ακολουθήσω
ως το σπίτι της
να επιβεβαιωσω πως όντως υπάρχει και πέρα απο τον ναό του φαρμακείου
να επιβεβαιώσω πως μπορει να ζησει και χωρις τον δυνατο και μονιμο κλιματισμο
να ξερω πως μπορει να αισθανθει κατι περα απο την μυρωδιά της φαρμακίλας.
Και δεν ξέρω αν μύρισε τα φάρμακα στην τσέπη μου,
ή τον ιδρώτα μου,
ή την φαρμακίλα που έβγαινε απ'τον ιδρώτα μου,
αλλά γύρισε απότομα,
με κοίταξε στα μάτια και μου χαμογέλασε, όπως έκανε πάντα
και έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο μου.
"Το ξέρεις πως μπορώ να σου δίνω τα φάρμακα σου και χωρίς την συνταγή, έτσι; Δηλαδή, είναι παράνομο, αλλα γνωριζόμαστε, δεν εισαι πλέον απλός πελάτης..", μου είπε.
"Δεν θέλω να σου δημιουργήσω πρόβληματα..", της είπα,
Με φίλησε.
Με το σθένος μιας 30χρονης πήγε να μου ξεκουμπώσει κατευθείαν το παντελόνι.
Της τράβηξα τα χέρια, την σήκωσα απότομα
και της είπα:
"ΔΕΝ. ΘΕΛΩ. ΝΑ. ΣΟΥ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΩ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ."
Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, την είχα αρπάξει και την είχα πετάξει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου, δίπλα στον γιατρό μου.

Θα με πάρεις τηλέφωνο.
Θα με ρωτήσεις "τι κάνω".
Θα σου πω "το τελειώνω".
Θα καταλάβεις χωρίς να ζητήσεις εξηγήσεις.
Θα με ρωτήσεις,
"θες παρέα μήπως..?"
Θα σου απαντήσω,
"είμαι με τους ανθρώπους που πρέπει να είμαι.
Δεν χρείαζομαι κανέναν παραπάνω.
Κανέναν καριόλη παραπάνω...
Σε παρακαλώ, έλα."

Και όλοι θα μένουν μαλάκες όταν θα περνάει με 200 το αμάξι μας μπροστά τους
παίζοντας uplifting trance
με τον γιατρό και την φαρμακοποιό να κοπανιούνται στο πίσω κάθισμα
με εμενα στην θεση του οδηγου, να μην ξερω να οδηγω
και με εσενα στην θεση του συνοδηγου,
να μου τραβάς το τιμόνι, να αλλάζεις ταχύτητες και να μου κλεινεις τα μάτια.

Ώσπου θα φτάσουμε στο Νησί
θα κατέβουμε κάτω,
θα βγάλω τρεις καρέκλες θαλάσσης
θα τις στήσω
ο γιατρός θα χυθεί σαν λουκουμάς στην καρέκλα του
η φαρμακοποιός θα βάζει ακριβά και high tech αντιηλλιακά, καθισμένη στην καρέκλα της
και στην τρίτη καρέκλα θα βάλουμε ένα boom box.

κι εμείς θα ξαπλώσουμε στις καυτές πέτρες
και θα καιγόμαστε
και θα αγαπιόμαστε
και θα καιγόμαστε
για πάντα

Σε ένα νησί,
εγώ,
ο γιατρός μου.
η φαρμακοποιός μου,
κι Εσύ.