Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Sonder/Φώντας(FONDER) - ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

«Πάντα αντιπαθούσα τους χασικλήδες», μου είπε
και έσκασε τον μπάφο που μόλις είχα στρίψει για αυτόν.
Δεν θύμωσα, 
αν και πάντα θυμώνω για το τίποτα.
Εξάλλου, αν και πίνω πάνω από ένα γραμμάριο μόνος μου την μέρα
δεν θα ‘λεγα πως είμαι χασικλής.
θα ‘λεγα πως είμαι μαρξιστής
που δεν έχει σχέση με την εργατική τάξη.
θα ‘λεγα πως είμαι αντισεξιστής
που, που και που λέει την κοπέλα του πουτάνα.
θα άκουγα την μάνα μου να λέει πως είμαι ο λόγος που ζει
λίγο αφού μου πει πώς είμαι ο λόγος που έβγαλε για δεύτερη φορά καρκίνο στο στήθος
θα άκουγα την θεία μου να μου λέει πως χρειάζεται κάποτε να κόψω τα ηρεμιστικά
και θα την έβλεπα να μου δίνει συνταγή για άλλα τρία κουτιά που χρειαζόμουν
Θα ήμουν ένας ράππερ που προσπαθεί να γράψει ποίηση
ενώ ένας ποιητής έχει σκεφτεί ήδη τους στίχους του μέρους του,
και κοιμάται στον καναπέ μου.
Θα έγραφα κάτι ενδιαφέρον
πάντα έβρισκα ενδιαφέρουσες  τις αντιφάσεις.
αλλά πάντα γράφω ό,τι ζω
και στην ζωή μου δεν βλέπω καμία

***                                                                                                                                       
Το χασίς είναι μια μαλακία και μισή
τόσα πεταμένα λεφτά για ένα ελαφρύ ηρεμιστικό
ενώ μπορείς να αγοράσεις κατευθείαν την πρέζα σου
και να ηρεμίσεις μια και καλή, αν 
δεν βλέπεις τον κόσμο γεμάτο αγάπη κι ελπίδα
μάλλον δεν πίνεις τίποτα που να αξίζει τον κόπο
τον βλέπω κατάμαυρο 
γεμάτο ψόφιες χελώνες και ρούχα για πλύσιμο
και τριγυρίζω το πρωί, σπινταρισμένος με εσπρέσσο
να προλάβω το σκουπιδιάρικο μην μαζέψει καταλάθος το γείτονα
ίσως και να του άξιζε βέβαια
κάποτε μας έριξε μισό γραμμάριο
μην με εμπιστεύεσαι, είχε πει, είμαι μουνόπανο εγώ
μου είχε φανεί τότε αρκετά γλυκούλης
τελικά ήταν όντως μουνόπανο.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Sonder - Αληθινές Ασυναρτησίες



Μπήκα σε ένα τσαντίρι
γεμάτο μπιμπελό,
αφίσες και φωτογραφίες και πίνακες.
Μ’άρεσαν τα τσαντίρια,
προτιμούσα τα υπόγεια,
σιχαινόμουν  την διακόσμηση, γενικά.
οι τοίχοι μου πάντα ήταν άσπροι και τα ρούχα μου πάντα μαύρα.

Με χαιρέτησε ένα παλικάρι
με περίτεχνο κούρεμα
δουλεμένο στυλ
και ψαγμένο λεξιλόγιο.

Μου έπιασε την κουβέντα για την ποίησή του.
Για κάθε του ποίημα, είπε, έφτιαχνε μια διαφορετική περσόνα.
Έφτιαχνε ένα φανταστικό πλαίσιο,
έναν ψεύτικο κόσμο,
ένα συνονθύλευμα καταστάσεων τις οποίες δεν μπορούσε ποτέ να ζήσει
αν δεν τις ζούσε γράφοντας τες
και τέλος πάντων, συνέχιζε να λέει πολλές πολλές λέξεις όσο εγώ κοιτούσα την ώρα.

Μου είπε ότι το περισσότερο υλικό των ποιημάτων του
προερχόταν από τα όνειρα του
άρα το νόημα υπερέβαινε το χαρτί,
τις λέξεις,
τον εαυτό του,
την συνείδηση του,
το υποσυνείδητο του.
Μου είπε πως τίποτα δεν είναι αληθινό,
συνεπώς κάνεις δεν μπορεί να γράψει αληθινή ποίηση.

«Έχεις δίκιο»,

του είπα.


Σηκώθηκα όρθιος,
πήγα να σβήσω το τσιγάρο μου,
αλλά τελικά του το πέταξα αναμένο στο μάτι του.

Οι σπίθες ήταν αρκετά αληθοφανείς.

Τον κράτησα απ’τον γιακά με το αριστερό χέρι
και με το δεξί μου χέρι
το πιο πειστικό μου χέρι
έκανα την μούρη του τον λιγότερο ψεύτικο πολτό που έχει υπάρξει ποτέ
και τον άφησα να σκάσει στο πάτωμα σαν ντομάτα.


Δεν πείραξα το πορτοφόλι του.

Πριν φύγω απ’το τσαντίρι,
μάζεψα όλα τα μπιμπελό,
τα αναμνηστικά,
τα αγαλματίδια
και τα έσπασα πάνω στην πλάτη του.

Έπειτα, ξεκίνησα για το υπόγείο μου
σκεπτόμενος
πως και σήμερα
έβγαλα υλικό
για λίγη αληθινή Ποίηση, όχι μαλακίες.


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Sonder - ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΟΥΠΕΡΣΤΑΡ

Άναψε το πούρο
που δεν είχε ανάμεσα στα δάχτυλα,
αλλά χωμένο στην τρύπα της παλάμης του.
αυτό το κόλπο πάντα εντυπωσίαζε τις γκρούπιζ.

Έπαιξε ένα εξαιρετικό σόλο στην κιθάρα
και απήγγειλε μία αυτοσχέδια αλληγορία
για την αγάπη και μαλακίες.
η αγάπη κι οι μαλακίες πάντα καύλωναν τις γκρούπιζ.

Έβαλε τα
arnette του
ίσιωσε τα λαδωμένα μαλλιά του
σκούπισε την λίγδα των χεριών του στους ατροφικούς κοιλιακούς
και στα κόκκαλα των πλευρών του
κι άρχισε να ουρλιάζει
και να χτυπάει τοίχους
και να χτυπάει τον εαυτό του.
τα ψυχωτικά επεισόδια πάντα τρόμαζαν τις γκρούπιζ.

Τότε, μόνος
έβγαλε τον σταυρό απ’την πλάτη του
κι έβαλε την πλάτη του στον σταυρό
και αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να ξαναρχίσει τα ναρκωτικά.
Απέλυσε τον πατέρα του, ο οποίος εκτελούσε χρέη μάνατζερ
και απαιτούσε μονίμως θυσίες από τον σουπερ-σταρ
και πίεζε τον σούπερ-σταρ
γιατί δεν είχε
είτε τα αρχίδια,
είτε το στυλ
για να γίνει ο ίδιος σουπερ-σταρ.

Ήπιε έναν τελευταίο μπάφο
(πάντα τον κατηγορούσαν ως καγκουρο-χίπη)
έγραψε το καλύτερο ποίημα της ζωής του,
με την μορφή του σημειώματος αυτοκτονίας του
έβαλε μία καραμπίνα στο στόμα του
και αφού φρόντισε οι συνθήκες του θανάτου του να ήταν τέτοιες ώστε να ενοχοποιούσαν την τρελή γκόμενα του, την Μαρία
πέθανε
σαν σωστός σουπερ-σταρ
σαν σωστός εραστής.